- πότερος
- -έρα, -ον, και ιων. τ. κότερος, -η, -ον, ΑΙ. (ερωτ. αντων.) σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις)1. ποιος από τους δύο; (α. «οὐκ ἀν γνοίης ποτέροισι μετείη», Ομ. Ιλ.β. «κότερα τούτων αἱρετώτερά ἐστι»; Ηρόδ.γ. «ἐρωτώσης τῆς μητρός, πότερος καλλίων δοκεῑ εἶναι ὁ πατήρ ἢ οὖτος», Ξεν.)2. μερικές φορές προστίθεται και τρίτο σκέλος, σπανίως και τέταρτο στην ερώτηση («πότερα δ' ἐν οἴκοις, ἢ ν' ἀγροῑς ὁ Λάϊος, ἢ γῆς ἐπ' ἄλλης τῷδε συμπίπτει φόνῳ», Σοφ.)II. (ως αόρ. αντων.)1. ένας απ' τους δύο, κάποιος απ' τους δύο («τί οὐ λέγει πότερος ὑμῶν»; Πλάτ.)2. χρησιμοποιείται σπανίως αντί τού ὁπότερος («ἐξέστω αὐτῷ πότερον ἂν βούληται, ἢ... ἢ...»).επίρρ...ποτέρως1. με ποιον από τους δύο τρόπους; («ποτέρως γὰρ ἂν μᾶλλον ἄνθρωποι σωφρονοῑεν, ἀργοῡντες ἢ τῶν χρησίμων ἐπιμελούμενοι»; Ξεν.)2. (σε πλάγιες ερωτήσεις) πώς; (α. «διορίσαι ποτέρως λέγεις», Πλάτ.β. «διερευνήσεσθαι... ποτέρως ἔχει», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η ερωτ. αντων. πό-τερος έχει σχηματιστεί από το θέμα πο- τών ερωτ. και αορ. αντωνυμιών με επίθημα -τερος (πρβλ. ἕ-τερος, ἑκά-τερος) και αντιστοιχεί ακριβώς με το αρχ. ινδ. katara- (για τον ιων. τ. κότερος βλ. λ. πο-)].
Dictionary of Greek. 2013.